ἀνίδρωτος

ἀνίδρωτος
ἀνίδρωτος
without having sweated
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανίδρωτος — η, ο (Α ἀνίδρωτος, ον) αυτός που δεν γυμνάστηκε μέχρι να ιδρώσει, αγύμναστος, νωθρός, νωχελικός νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ιδρώτα, που δεν ιδρώνει 2. μτφ. αυτός που αποκτήθηκε χωρίς ιδρώτα, χωρίς κόπο, άκοπος (για αρρώστια) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανίδρωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ιδρώνει εύκολα, ακούραστος: Ήταν άνθρωπος ανίδρωτος. 2. αυτός που αποχτιέται άκοπα: Μερικοί στο χωριό πίστευαν πως ο γιατρός κέρδιζε ανίδρωτα χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνίδρωτοι — ἀνίδρωτος without having sweated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίδρως — ἀνίδρως, ων (Α) αυτός που δεν ιδρώνει, ο δίχως ιδρώτα, ανίδρωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”